μυριοκαταφιλώ

μυριοκαταφιλώ
μυριοκαταφιλῶ, -έω (Μ)
φιλώ κάποιον πάρα πολλές φορές, φιλώ κάποιον με πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + καταφιλῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”